των: Άκη Γαβριηλίδη – Μάριου Εμμανουηλίδη
Στο ομότιτλο ποίημά του (http://cavafis.compupress.gr/kavgr_86.htm), ο μεγαλύτερος –και αναμφίβολα ο πιο επίκαιρος- ποιητής της ελληνικής γλώσσας, σκιαγραφεί τέλεια το πορτραίτο ενός υποκειμένου σε μετα-αποικιακή κατάσταση: ο εν λόγω ηγεμών σκηνοθετείται ως να διακατέχεται διαρκώς από το άγχος εκείνου που κινείται ανάμεσα σε δύο γλώσσες, σε δύο πολιτισμούς (αν όχι ανάμεσα στη βαρβαρότητα και τον πολιτισμό ως τέτοιο), που χειρίζεται αριστοτεχνικά την απόσταση μεταξύ τους αλλά και φοβάται διαρκώς μήπως αποκαλυφθεί και καταρρεύσει η ηγεμονία του.
Η κοινωνική αυτή ποιητική δεν απέχει και πολύ από την ηγεμονία που οικοδόμησε όλα αυτά τα χρόνια ο συνταγματάρχης Μουαμάρ Καντάφι στην ίδια περιοχή. Δεχόταν ευχαρίστως τις τιμές, αλλά δεν τις επιζητούσε· ήταν μετριόφρων. Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.
Εδώ και λίγες μέρες, ο Καντάφι έπαψε να είναι λιγομίλητος· μιλάει ακατάσχετα, στα αραβικά και ενίοτε στα αγγλικά. Όσα λέει μοιάζουν παραληρηματικά, απογειωμένα, βάρβαρα, σχεδόν σαν κακόγουστη φάρσα. Έχουν δώσει αφορμή ακόμα και για εξειδικευμένες αναλύσεις περί γλωσσών και μετάφρασης.[1] Ο χρόνος θα δείξει αν έχει χάσει την μπάλα, αν θα τον πάρουν στο ψιλό οι Αλεξανδρινοί, ή αν αυτό το τελευταίο χαρτί θα δώσει παράταση στην παράστασή του, που είναι εξαρχής μία ηθελημένη αυτοπαρωδία.
Το σίγουρο είναι ότι οι επιθέσεις στη Λιβύη, κατ’ εφαρμογή της απόφασης του ΣΑ των ΗΕ, ασφαλώς δεν είναι ένας «επιθετικός πόλεμος του ιμπεριαλισμού εναντίον της εθνικής κυριαρχίας μιας τριτοκοσμικής χώρας για τον έλεγχο πλουτοπαραγωγικών πηγών», όπως φαντάζονται όσοι έχουν μείνει στον 19ο αιώνα. Ποιον έλεγχο; Μήπως τώρα το λιβυκό πετρέλαιο δεν πουλιέται ήδη εκεί που «πρέπει», σε τιμές συμφέρουσες και για τα δύο μέρη; Και μήπως, άμα φύγει ο Καντάφι, οι νέοι ηγεμόνες –όποιοι κι αν είναι- δεν θα έχουν επίσης ανάγκη να πουλήσουν αυτό το πετρέλαιο σε όποιους θέλουν και μπορούν να το αγοράσουν; (Οι οποίοι δεν είναι άπειροι φυσικά, μετρημένοι στα δάχτυλα είναι).
Όσοι καταγγέλλουν σκανδαλισμένοι την «υποκρισία της Δύσης» ελπίζοντας να πάρουν με το μέρος τους κάποια από την τεκμαιρόμενη αγανάκτηση του κόσμου και να την μετατρέψουν σε συμπάθεια προς τους ίδιους, έρχονται για πολλοστή φορά δεύτεροι και καταϊδρωμένοι[2]. Νομίζουν ότι αποκαλύπτουν κάποιο τρομερό μυστικό, τη στιγμή που ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι αυτοί κρυφό καμάρι. Μα φυσικά στη μάχη της ηγεμονίας, στη δυτική Λιβύη ή οπουδήποτε αλλού, κερδίζει αυτός που χρησιμοποιεί και όχι αυτός που συντρίβει τις δυνάμεις του άλλου. Επί χρόνια, η ΕΕ χρησιμοποιούσε τον Καντάφι, (και το αντίστροφο), για να μπλοκάρει –ή μάλλον, ορθότερα, για να παρακολουθεί, να διηθεί και να διοχετεύει επωφελώς γι’ αυτήν- τις ροές των υποσαχάριων μεταναστ(ρι)ών. Έφτασε μέχρι το σημείο, διά στόματος Μπερλουσκόνι, να «αναγνωρίσει την ενοχή της» για το αποικιακό παρελθόν, στο βαθμό που αυτή η αναγνώριση μπόρεσε να αποτελέσει αφορμή για ακόμα μία δωρεά αρκετών δις ευρώ –υπό τη μορφή «πολεμικής αποζημίωσης»- προς το καθεστώς της Λιβύης, προκειμένου να χτίσει και άλλα στρατόπεδα κράτησης για την «εξωτερίκευση» του ευρωπαϊκού συνοριακού καθεστώτος.
Αντί λοιπόν να παρασυρόμαστε από τη φαντασμαγορία του «ιμπεριαλισμού» και των διακρατικών συγκρούσεων, ίσως θα ήταν καλύτερο να ανοίξουμε τα μάτια μας και να δούμε ότι οι συγκρούσεις αυτές δεν είναι παρά ακόμα ένα επεισόδιο –ίσως το πιο κραυγαλέο μέχρι στιγμής- του διαρκούς εμφύλιου πολέμου της αυτοκρατορίας. Ο οποίος φυσικά διεξαγόταν πολύ πριν αρχίσει ο εμφύλιος στη Λιβύη.
Στον πόλεμο αυτό –που είναι ταυτόχρονα και μια αστυνομική επιχείρηση τύπου FRONTEX- μετέχουμε ήδη, εδώ και χρόνια, και δεν μπήκαμε τώρα απλώς επειδή η χώρα «μας» παραχώρησε ή θα παραχωρήσει τη Σούδα προς εξυπηρέτηση των βομβαρδισμών.
Τα στρατόπεδα κράτησης των προσφύγων στη Λιβύη δουλεύανε και για «μας» όλα αυτά τα χρόνια. Και σε αυτό το «εμάς» ασφαλώς και περιλαμβάνονται όσοι θιασώτες του εθνικού-κοινωνικού κράτους αγανακτούν σήμερα κατά της «δυτικής υποκρισίας» χωρίς όμως η δική τους υποκρισία να είναι μικρότερη, αφού μόλις δύο μήνες πριν στραβομουτσούνιαζαν μπροστά στην απεργία πείνας των 300 μεταναστών και μας κουνούσαν το δάχτυλο προειδοποιώντας μας να «μην παίζουμε με το μεταναστευτικό»[3].
Αυτή λοιπόν η αστυνομική επέμβαση στη Λιβύη δεν είναι ένα πλήγμα του «ιμπεριαλισμού» κατά της «εθνικής ανεξαρτησίας», αλλά είναι μια αυτοκρατορική επέμβαση ελέγχου των ανεξέλεγκτων ροών επιθυμίας, φαντασίας, πιθανώς και υλικών πόρων που το τελευταίο διάστημα πήραν και ακόμα παίρνουν μεγάλες διαστάσεις στη Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή, στην άμεση γειτονία της Ευρώπης. Ο Καντάφι, με την ακραία χρήση κρατικής-στρατιωτικής βίας, έδωσε στην αυτοκρατορία την αφορμή (η οποία στις προηγούμενες εξεγέρσεις/ επαναστάσεις σε Τυνησία και Αίγυπτο δεν υπήρξε) να βάλει το εναέριο αποτύπωμά της, να ασκήσει συμμετρική βία (έστω και ανώτερης ισχύος), με σκοπό την ανακωδίκευση και επανεδάφωση των αναδυόμενων και δυνάμει ανεξέλεγκτων πολεμικών μηχανών, την τιθάσευση της νομαδικότητας του πλήθους, την επαναφορά σε μια ρύθμιση της ταχύτητας.
Υπ’ αυτή την έννοια, είναι και μία πολλοστή διαπραγμάτευση της κατανομής των δικαιωμάτων, των συνόρων και των «θαλάμων αποσυμπίεσης» στα πλαίσια του παγκόσμιου απαρτχάιντ. Και φυσικά στα πλαίσια των παγκόσμιων αγώνων για την έξοδο απ’ αυτό, οι οποίοι είναι συνώνυμοι μαζί του, στα πλαίσια των αντιστάσεων που «έρχονται πρώτα» και που η αυτοκρατορία τις ακολουθεί και προσπαθεί να τις αντιγράψει. Με αυτούς τους αγώνες θα είχε πολύ περισσότερο νόημα να συνδεθούμε, όχι μόνο για να «εκφράσουμε την αλληλεγγύη μας» αλλά για να διδαχθούμε από αυτούς και να προσπαθήσουμε να τους μεταφράσουμε στις γλώσσες μας, στην Ευρώπη ή όπου αλλού είμαστε. Το να διαδηλώνουμε με σύνθημα «όχι στην επέμβαση» μοιάζει ολοένα και περισσότερο σαν επανάληψη ενός τελετουργικού που έχει χάσει το νόημά του, που δεν το πιστεύουμε ούτε εμείς οι ίδιοι. Πολύ πιο δημιουργικό και γόνιμο θα ήταν ένα «ναι στις εξεγέρσεις» –που έχουν ξεσπάσει και εξελίσσονται αυτή τη στιγμή που μιλάμε στο Μπαχρέιν, στην Υεμένη, στην Ιορδανία, στη Συρία, αύριο ποιος ξέρει πού αλλού. Και ακόμα πιο δημιουργικό να συνομιλήσουμε με αυτές, ρητά ή έμμεσα, να προεκτείνουμε την κοινωνική ποιητική τους, αντί να λέμε μονολεκτικά ένα ναι ή ένα όχι.
Άκης Γαβριηλίδης – Μάριος Εμμανουηλίδης
*Ευχαριστούμε τον Χουάν-Ντομίγκο Σάντσεθ και την Ιουλία Μέρμηγκα για κάποιες ενδιαφέρουσες ιδέες τους
[1] Oliver Miles (πρώην βρετανού πρεσβευτή στη Λιβύη), «How Gaddafi’s words get lost in translation», http://www.bbc.co.uk/news/world-africa-12566277
[2] Ακόμα και ο χαρακτηρισμός «Δύση» για το στρατόπεδο που επιτίθεται είναι σχετικά αυθαίρετος, εφόσον σε αυτό περιλαμβάνεται επισήμως ο Αραβικός Σύνδεσμος και η Τουρκία, ενώ δεν περιλαμβάνεται η Γερμανία.
[3] Bλ. Ρούντι Ρινάλντι, εφημ. ‘ΔΡΟΜΟΣ’ , τ. 50. Eπίσης, Πέτρος Παπακωνσταντίνου, «Οι μετανάστες, το άσυλο, η Αριστερά», http://aristeroextreme.blogspot.com/2011/01/blog-post_4410.html
Πρώτη δημοσίευση: Red Notebook (http://www.rednotebook.gr/details.php?id=2211)