του Άκη Γαβριηλίδη
Γιάννη Παπαδάκη, Η ηχώ της Νεκρής Ζώνης, Scripta, Αθήνα 2009, μτφρ. Έφη Γαβριήλ
Το 1990, σε μια περίοδο πολύ μακρινή, τόσο από χρονολογική όσο και από πολιτική άποψη, από τον ξεσηκωμό των τουρκοκυπρίων και το σπάσιμο του πλήρους μέχρι τότε απαρτχάιντ μεταξύ βόρειας και νότιας Κύπρου, ο νεαρός τότε ανθρωπολόγος Γιάννης Παπαδάκης, πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας, μικτής ελληνοκυπριακής και ελληνικής καταγωγής, άρχιζε την έρευνά του και στα δύο τμήματα εκατέρωθεν της Πράσινης Γραμμής σχετικά με τη μνήμη της συμβίωσης των δύο (ή περισσότερων) εθνοτικών ομάδων που ζού(σα)ν στην Κύπρο.
Για να κάνει αυτή την έρευνα, χρειάστηκε πρώτα να πάει στην Κωνσταντινούπολη/ Ιστανμπούλ για μαθήματα τουρκικής γλώσσας, και στη συνέχεια σε διάφορα μέρη στην Κύπρο και στην Ελλάδα προκειμένου να συναντήσει πολλούς ανθρώπους, ηλικιωμένους και νεότερους, και να τους πάρει συνεντεύξεις.
Αποτέλεσμα αυτών των ταξιδιών αποτελεί το συγκεκριμένο βιβλίο.
Προσοχή όμως: το βιβλίο δεν αποτελεί δημοσίευση της ίδιας της έρευνας με την οποία ο Παπαδάκης αναδείχθηκε σε διδάκτορα του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ –και αργότερα σε καθηγητή της ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου και έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του συγκεκριμένου κλάδου για την ελληνική γλώσσα. Αποτελεί, τρόπον τινά, την «αυτοβιογραφία» αυτής της έρευνας. Το βιβλίο, σε πρώτο τουλάχιστον επίπεδο, έχει αφηγηματικό χαρακτήρα: εξιστορεί, σε πρώτο πρόσωπο, τα περιστατικά τα οποία βίωσε ο Παπαδάκης κατά τη διάρκεια των ερευνών του, και των μετακινήσεων που αποτελούσαν συστατικό μέρος αυτών των ερευνών· επίσης, αναπόφευκτα, τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τα εύλογα και παράλογα άγχη, τις ελπίδες, τις συγκινήσεις που οι εμπειρίες αυτές του προκαλούσαν.
Η εξιστόρηση αυτή δεν έχει μελοδραματικές κορυφώσεις και βαρύγδουπες εκφράσεις, έχει όμως μια εσωτερική ένταση, ένα πλήθος υπόγειων ρευμάτων και δυναμικών που κάποτε εκβάλλουν στην επιφάνεια, κάποτε πυκνώνουν, συναντώνται και ανοίγουν νέες γραμμές φυγής, δρόμους για άλλα ταξίδια όχι πλέον στο χώρο αλλά στο χρόνο, στη σκέψη, σε ήχους, γεύσεις, οσμές, στην κοινότητα που υπήρχε κάποτε -ή μήπως την φανταστήκαμε;- και ίσως στην κοινότητα που έρχεται, ή που μπορούμε να φανταστούμε ότι έρχεται.
Από την εξιστόρηση αυτή δεν λείπει η διακριτική ειρωνεία, μια διάθεση αποστασιοποίησης ή υπονόμευσης, η οποία συχνά είναι αυτοϋπονόμευση –ή, ακόμα, αλληλοϋπονόμευση (των διάφορων λόγων, οι οποίοι συχνά παρατίθενται χωρίς ιδιαίτερα σχόλια αλλά άθελά τους και εν αγνοία τους μετατρέπονται σε σχόλια οι μεν για τους δε).
Με αυτό τον τρόπο, η γραφή του Παπαδάκη παίρνει μία τροπή παρόμοια με κάτι σαν «πολυφωνικό μυθιστόρημα». Ο «πρωταγωνιστής» είναι βέβαια πάντα αυτό το πρώτο πρόσωπο της αφήγησης, ταυτοποιήσιμος με έναν υπαρκτό κύριο με ονοματεπώνυμο, επάγγελμα και διεύθυνση· ωστόσο, μέσα από την αφήγηση γίνεται σαφές ότι, συνομιλώντας, διαπιστώνει ότι έχει –ή μπορεί να αποκτήσει- πολλά κοινά με τους συνομιλητές του, έτσι που, κατά μία έννοια, αυτοί μιλάνε μέσα απ’ αυτόν ακόμα και όταν μονολογεί, ενώ όταν τους ακούει διαπιστώνει ότι του κοινοποιούν φόβους, ελπίδες, αναμνήσεις, σκέψεις που ήταν ήδη εν μέρει και δικές του.
Το βιβλίο δεν αναφέρει ονόματα επιφανών θεωρητικών, δεν κάνει παραπομπές σε συγγράμματα –εξάλλου, δεν περιέχει καθόλου υποσημειώσεις. Παρόλα αυτά, περιέχει πολλή «θεωρία». Απλώς η θεωρία αυτή δεν υπάρχει δίπλα, έξω, δεν έρχεται εκ των υστέρων σε σχέση με την «καθαυτό» εξιστόρηση των περιστατικών και των συναισθημάτων για να τα σχολιάσει και να τα αναλύσει «από απόσταση», αλλά διοχετεύεται με δεξιοτεχνία μέσα από την ίδια την αφήγηση, ενυπάρχει σε αυτήν, είναι ταυτόχρονα ορατή και αόρατη, πλουτίζει το κείμενο χωρίς να το βαραίνει ή χωρίς να το μετατρέπει σε αχρείαστη επίδειξη ευρυμάθειας. Αυτό το «εφέ της θεωρίας» παράγεται κατά έναν τρόπο –για να χρησιμοποιήσουμε εδώ έναν εξειδικευμένο όρο- περιλεκτικό (perlocutionary), με την ίδια την πράξη της εκφώνησης, ως ένα «μήνυμα μέσα στο μήνυμα».
Τα κύρια θεωρητικά έργα που επηρέασαν τη γραφή και την προσέγγισή του, αναφέρονται μόνο στο τέλος, σε ένα «επίμετρο» εν είδει παρέλασης ή εν είδει ζενερίκ κινηματογραφικής ταινίας. Η παράθεση όμως αυτή έχει κυρίως ως στόχο να διευκολύνει τον αναγνώστη να πάει παραπέρα ό,τι τυχόν σκέφτηκε διαβάζοντας. Το βιβλίο στέκει κάλλιστα και χωρίς αυτήν.
Αυτό νομίζω ότι είναι ένα πολύ σημαντικό –όχι όμως το μόνο- επίτευγμα του βιβλίου του Παπαδάκη. Όποιος έχει έστω λίγο τσαλαβουτήσει στα νερά αυτά, γνωρίζει πόσο μεγάλη μαστοριά απαιτεί κάτι τέτοιο, πόσο δύσκολο επίτευγμα είναι να μιλήσεις απλά –όχι όμως απλοϊκά- για σύνθετα πράγματα, και πόσο έντονος είναι ο πειρασμός να καταφύγει κανείς σε πολύπλοκες διατυπώσεις, σε επίκληση βαρύγδουπων αναγνωστικών τίτλων και σε ένα βομβαρδισμό ονομάτων, τα οποία συχνά δεν μας βοηθάνε παρά μόνο για να αποφύγουμε ακανθώδη ερωτήματα και ευθύνες, να μιλάμε για πολλά λέγοντας λίγα.
Θα δώσω εδώ ένα μόνο από πολλά δυνατά παραδείγματα για αυτή την «περιλεκτική» χρήση της θεωρίας. Σε ένα σχετικά πρώιμο στάδιο της αφήγησης, (σελ. 50 επ.), ο Παπαδάκης αναφέρεται στις προσπάθειες που κατέβαλε να γνωρίσει την τουρκική κοινωνία όσο βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη, με τα εξής λόγια:
Πώς μπορείς να μάθεις για το ποιόν κάποιου; Στον τόπο μου έμαθα ότι το πρώτο βήμα είναι να μάθεις για την οικογένειά του, με άλλα λόγια για τον πατέρα του. Στην περίπτωση της Τουρκίας αυτό ήταν το ευκολότερο πράγμα. Όλοι τον ήξεραν. Ήταν ο Ατατούρκ (=πατέρας των Τούρκων).
(…) Ο Ατατούρκ ήταν ο άνθρωπος στον οποίον πιστώνεται η δημιουργία της «Τουρκίας» και των «Τούρκων»· τίποτε από αυτά τα δύο δεν υπήρχε πριν.
Αν αυτός, όμως, ήταν που δημιούργησε την Τουρκία, αυτόν ποιος τον δημιούργησε; Πώς γεννήθηκε;
Τέσσερις μέρες μετά την ελληνική επίθεση, ο Μουσταφά Κεμάλ φτάνει στη Σαμψούντα. Αυτή η ημερομηνία αποτελεί για τους Τούρκους την απαρχή του Αγώνα για την Ανεξαρτησία. Γι’ αυτή του την περιφανή νίκη εναντίον των Ελλήνων, ο Μουσταφά αναγορεύτηκε σε Γκαζή (=νικητής σε ιερό πόλεμο). Το Πασάς ήταν ο στρατιωτικός τίτλος, τον οποίο έφερε τιμής ένεκεν κατά το παρελθόν. Όταν ο Γκαζή Μουσταφά, ή Κεμάλ Πασά, πέρασε έναν νόμο που καθιστούσε υποχρεωτική τη χρήση των επιθέτων, τα παιδιά του τον υιοθέτησαν ως πατέρα τους με απόφαση του Κοινοβουλίου, βαφτίζοντάς τον ως «μοναδικό πατέρα των Τούρκων». Κανείς άλλος δεν επιτρεπόταν να φέρει αυτό το επίθετο.
Μεσολαβούν αρκετές αφηγήσεις και στοχασμοί, οι οποίοι έχουν ο καθένας το ενδιαφέρον και τη σημασία τους αλλά για λόγους έκτασης δεν μπορούν να παρατεθούν εδώ. Στη σελίδα 60, στο κλείσιμο του κεφαλαίου, έρχεται η εξής εντυπωσιακή παράγραφος:
Καθώς, λοιπόν, ο Ατατούρκ επανεφηύρε την ιστορία, έπρεπε να επανεφεύρει και τον εαυτό του. Στην αρχή ήταν απλώς ο Μουσταφά. Αυτό το όνομα του είχε δοθεί, σύμφωνα με το έθιμο, όταν του έκοβαν τον ομφάλιο λώρο. Ήταν ένα από τα προσωνύμια του Μωάμεθ –Μουσταφά, «ο Επίλεκτος». Έπειτα έλαβε το προσωνύμιο Κεμάλ, «ο Τέλειος». Σύμφωνα με όσα ο ίδιος ισχυριζόταν, στο σχολείο ήταν τόσο καλός στα μαθηματικά, που κατέπληξε τον δάσκαλό του, που ονομαζόταν επίσης Μουσταφά, κι έτσι ο δάσκαλος Μουσταφά έδωσε τον μαθητή του ένα δεύτερο όνομα για να μην μπερδεύονται μεταξύ τους. (…) ο Ατατούρκ αφαίρεσε αργότερα το Μουσταφά που ακουγόταν πολύ αραβικό, και για κάποιο διάστημα προσπάθησε να αντικαταστήσει το Κεμάλ, που ακουγόταν επίσης αραβικό, με το Κιαμάλ, που ακουγόταν πιο τουρκικό.
Σεβάστηκαν, όμως, τις επιθυμίες του τα παιδιά του; Πώς αποκαλούσαν τώρα τον Γκαζή- Μουσταφά- Κεμάλ-Πασά- Ατατούρκ (ο Πολεμιστής της Πίστης, ο Επίλεκτος, ο Τέλειος, ο Αφέντης, ο πατέρας των Τούρκων);
Και μετά ακόμα μία:
Ο Ατατούρκ εφηύρε ακόμα και τη δική του αρχή, τη δική του γέννηση. Διάλεξε τη 19η Μαΐου ως την ημέρα της γέννησής του ώστε να συμπίπτει με τη γέννηση του έθνους του. (…) Είναι δύσκολο να μάθει κανείς την πραγματική ημερομηνία γέννησής του, αφού δεν τηρούνταν αρχεία το 1880-1, όταν γεννήθηκε. Η μητέρα του είχε πει σε κάποιους ότι τον γέννησε τον χειμώνα, ενώ ο ίδιος έλεγε ότι την είχε ακούσει να λέει ότι τον γέννησε την άνοιξη, και κατά τη γνώμη του τον Μάιο. Όταν ρωτήθηκαν κάποιοι γνωστοί της μητέρας του, συμφώνησαν με τον Ατατούρκ. Ποιος, άλλωστε, θα μπορούσε να αμφισβητήσει τον Πατέρα;
Με άλλα λόγια: όταν ψάχνουμε να βρούμε τι κρύβεται πίσω από τις άπειρες μάσκες του Ατατούρκ, να γνωρίσουμε «ποιος πραγματικά είναι», βρίσκουμε ότι είναι περίπου ο κανένας. Είναι ένα υποκείμενο που παρήγαγε επιτελεστικά και αναδρομικά τον εαυτό του. Κατέφυγα σε αυτό το εκτενές παράθεμα, για να δείξω πώς η γραφή του Παπαδάκη, εξαιρετικά λιτή και ενίοτε στα όρια της επιτηδευμένης αφέλειας, χρησιμοποιώντας μόνο λέξεις καθημερινής χρήσης, καταφέρνει να εισαγάγει και να αναδείξει μια σειρά από θέματα που αποτέλεσαν σημεία τριβής για την κοινωνική σκέψη –και μάλιστα πολλούς διαφορετικούς κλάδους της- το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα: ενδεικτικά, το παραδοσιακό θέμα της υλιστικής φιλοσοφίας ότι δεν υπάρχει απόλυτη αρχή, πάντοτε υπάρχει κάτι πριν· το ιστορικό-πολιτικοθεωρητικό θέμα του έθνους ως κατασκευής, το ψυχαναλυτικό θέμα του ονόματος του πατέρα και το συνακόλουθο σημειολογικό θέμα του ηγεμονικού σημαίνοντος ως κενού ή/ και (άρα) ως πολλαπλού …
Το βιβλίο του Παπαδάκη όμως είναι πολυφωνικό και με μία άλλη έννοια. Ή ίσως εδώ θα μπορούσαμε να πούμε πολυγλωσσικό. Με αυτό δεν αναφέρομαι τόσο στο προφανές γεγονός ότι γράφτηκε στα αγγλικά και εν συνεχεία μεταφράστηκε στα ελληνικά –περίπου ταυτόχρονα και στα τουρκικά. Το γεγονός αυτό βέβαια πολλαπλασιάζει το πολυγλωσσικό στοιχείο κατά τρόπο σχεδόν εκθετικό. Ωστόσο, η «Ηχώ της νεκρής ζώνης» ακουγόταν σε πολλές γλώσσες ήδη στην πρώτη της γραφή, στα αγγλικά. Πριν καν μεταφραστεί με την τεχνική έννοια του όρου, ήταν η ίδια «μετάφραση»: περιείχε ήδη «ελληνικά» και «τουρκικά» –ενίοτε τα δεύτερα μέσα στα πρώτα, ή το αντίστροφο.
Θα παραπέμψω μόνο σε ένα φοβερό χωρίο όπου περιγράφεται η συνάντηση με έναν «τουρκοκύπριο που ζούσε στον Ταχτακαλλά ανάμεσα στους ελληνοκύπριους και αυτοί τον λάτρευαν»[1], στο οποίο τα ονόματα όλων των εμπλεκομένων αναφέρονται στο πρωτότυπο και σε αγγλική μετάφραση της έννοιάς τους (Mrs Hara-Joy, Mrs Elpida-Hope), ενώ το όνομα του τ/κ αναφέρεται στην πρωτότυπη μορφή του (Kadir) και στην ε/κ εκδοχή του (Katiris), ενώ το Yiouroukkis (υποτιμητικός όρος για τους Τούρκους της Τουρκίας) αναφέρεται στην εξελληνισμένη εκδοχή του. Το δε όνομα του συγγραφέα/ αφηγητή μετατρέπεται στο υποκοριστικό του (Yiannakis) και κλίνεται μέσα στο αγγλικό κείμενο (όταν είναι στην κλητική αναφέρεται χωρίς το s).
Εδώ, κατά χαρακτηριστικά μετα-αποικιακό τρόπο, η γλώσσα τής (πρώην;) αποικιοκρατικής δύναμης γίνεται αντικείμενο οικειοποίησης και μεταστρέφεται σε συνδετικό στοιχείο μεταξύ των διάφορων εθνοτικών κοινοτήτων που βρέθηκαν εκούσες-άκουσες να κατοικούν το νέο, «απελευθερωμένο» κυρίαρχο κράτος χωρίς να πολυξέρουν τι να το κάνουν.
Κατ’ αυτή την έννοια, τo βιβλίο αποκτά πραγματικά χαρακτήρα μιας ετερόγλωσσης απεύθυνσης (heterolingual address)[2]: είναι ένα βιβλίο που μιλάει τη «δική του» γλώσσα σαν να ήταν ξένη και τις ξένες σαν να ήταν δικές του –σε βαθμό που υπονομεύει την ίδια την έννοια των (εθνικών) γλωσσών ως αδιαίρετων και αυτοτελών ενοτήτων/ μονάδων και τη συνακόλουθη αντίληψη της μετάφρασης ως μετάδοσης/ επικοινωνίας (μεταφοράς ενός μηνύματος) μεταξύ των μονάδων αυτών.
Βρίσκω τρομερά ενδιαφέρον το γεγονός ότι, στην ελληνική έκδοση, προτάσσεται στην αρχή –σε μία σελίδα χωρίς αρίθμηση- ένα «Σημείωμα της μεταφράστριας». Συνήθως, τέτοια σημειώματα τείνουμε να τα προσπερνάμε ως απλώς τεχνικά και διαδικαστικά, σπεύδοντας να περάσουμε στο «κυρίως βιβλίο». Ωστόσο, το συγκεκριμένο σημείωμα είναι εξαιρετικής σημασίας και αποτελεί υπό ίσους όρους μέρος του βιβλίου, μολονότι φυσικά δεν περιεχόταν στην αρχική έκδοση.
Το σημείωμα αυτό λέει:
Οι συνεντεύξεις και οι συνομιλίες αποδίδονται στο ιδίωμα που έγιναν. Γι’ αυτό τον λόγο χρησιμοποιήθηκαν και κάποιοι ιδιαίτεροι χαρακτήρες, οι οποίοι αποδίδουν καλύτερα το ελληνοκυπριακό καθομιλούμενο ιδίωμα. Αντίστοιχα, οι συνεντεύξεις και οι συνομιλίες που έγιναν στο τουρκοκυπριακό καθομιλούμενο ιδίωμα μεταφράστηκαν στο ελληνοκυπριακό καθομιλούμενο ιδίωμα, για να αποδοθεί καλύτερα η διαφορά μεταξύ καθομιλούμενου και επίσημου ιδιώματος. Το ζ̌ αντιστοιχεί στο γαλλικό j και το σ̌, ς̌ στο γαλλικό ch.
Ερώτηση: από πόσες και προς πόσες γλώσσες/ ιδιώματα έγινε η μετάφραση; Από το σημείωμα αυτό και μόνο, γίνεται σαφές ότι εμπλέκονται τουλάχιστον πέντε. Για να μην αναφέρουμε και τα τρία (ή ίσως … δυόμισι) αλφάβητα.
Ο Ρόμαν Γιάκομπσον, ο οποίος είχε συστηματοποιήσει θεωρητικά τη διάκριση ενδογλωσσικής / εξωγλωσσικής μετάφρασης (βλ. Σακάι, ό.π.), θα δυσκολευόταν πολύ να ταξινομήσει τη μετάφραση –τις διάφορες μορφές μετάφρασης- που περιέχονται στην Ηχώ της Νεκρής Ζώνης [3]. Μια ηχώ η οποία, μόνο με την ύπαρξή της, υποβάλλει την ιδέα ότι ίσως το αξίωμα περί της «ενιαίας και αδιάσπαστης ελληνικής γλώσσας» να είναι ένας μύθος, και μας οδηγεί να σκεφτούμε ότι ο πληθυντικός στη λέξη «ελληνικά» πρέπει να ληφθεί στην κυριολεξία· «τα» ελληνικά είναι πράγματι πολλά και όχι ένα. Όπως επίσης πολλά είναι και τα «τουρκικά», κάποια δε απ’ αυτά είναι πιο πρόσφορα από άλλα για να αποδώσουν κάποια από τα πολλά ελληνικά. Η πολλαπλότητα είναι κάτι που μας φαίνεται ίσως ευκολότερο να δεχθούμε προκειμένου για τα αγγλικά, αλλά δεν υπάρχει μόνο εκεί.
[1] Yiannis Papadakis. Echoes from the Dead Zone: Across the Cyprus Divide, I.B. Tauris, London-New York 2005, σ. 47.
[2] Πρόκειται για μια έννοια που εισήγαγε ο Γιαπωνέζος θεωρητικός Ναόκι Σακάι και δηλώνει μία κατάσταση όπου κάποιος απευθύνεται στους άλλους –ή και στον εαυτό του- «όπως ένας ξένος προς έναν άλλο ξένο», ακόμα και αν –ιδίως αν- μιλάνε την ίδια εθνική γλώσσα. Βλ. Naoki Sakai, “Translation”, in Theory, Culture & Society, Vol. 23, No. 2-3, (2006), σ. 75.
[3] Το φαινόμενο αυτό είναι πιο συνολικό και παρατηρείται τα τελευταία χρόνια σε μια σειρά από έρευνες που έχουν δημοσιεύσει ελληνόφωνοι επιστήμονες στα αγγλικά ή σε άλλες ξένες γλώσσες, είτε αυτές μεταφράζονται είτε όχι. Ένα εξαιρετικό παράδειγμα είναι το Alexandra Halkias, The Empty Cradle of Democracy, Sex, Abortion, and Nationalism in Modern Greece, Duke University Press, Durham, North Carolina, 2004 = Αλεξάνδρα Χαλκιά, Το άδειο λίκνο της δημοκρατίας. Σεξ, έκτρωση και εθνικισμός στη σύγχρονη Ελλάδα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2007. Το βιβλίο αυτό, στην πρωτότυπη αγγλική έκδοσή του, περιείχε διάσπαρτες φράσεις και λέξεις στα ελληνικά γραμμένες με το λατινικό αλφάβητο, χωρίς προειδοποίηση και χωρίς καμία επεξήγηση στους αναγνώστες, οι οποίοι ενίοτε ένιωσαν κάποια αμηχανία –προφανώς όμως αυτό το ξάφνιασμα ήταν ένα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
Πρώτη δημοσίευση (με κάποια τεχνικά προβλήματα): περιοδικό Ένεκεν, τχ. 18, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2010