του Άκη Γαβριηλίδη
Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yale.
Το πληροφοριακό περιεχόμενο της φράσης αυτής υποθέτω ότι δεν παρουσιάζει κάτι το πρωτάκουστο ή το συγκλονιστικά ενδιαφέρον για τους αναγνώστες τού Κοντέινερ. Ασχολούμαστε όμως με αυτήν επειδή, τα τελευταία δύο χρόνια, εμφανίζεται με αμείωτη συχνότητα σε διάφορα έντυπα, κάτω από άρθρα τα οποία καταπιάνονται να καταμετρήσουν «τι έχει μείνει» ή «Ποιος είναι ο σημερινός απόηχος» από τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008 (λίγες μέρες μετά, στον ένα χρόνο, πρόσφατα «Δύο χρόνια μετά»[1], του χρόνου φαντάζομαι τρία χρόνια μετά κ.ο.κ.). Για να καταλήξουν όλα, με μικρές παραλλαγές, ότι δεν έχει μείνει –ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να έχει μείνει- τίποτε.
Δεν προτίθεμαι εδώ να αντικρούσω το συγκεκριμένο ισχυρισμό· αυτό έχει ήδη γίνει, τόσο από μένα[2] όσο και από άλλους[3]. Θα ήθελα να σταθώ στις ειδικές μορφές που προσλαμβάνει στο συγκεκριμένο άρθρο ένα ρήγμα που διασχίζει την επιχειρηματολογία του Καλύβα και συνοδεύει διαρκώς τις επανειλημμένες αυτές προσπάθειες –οι οποίες εξάλλου δεν είναι τίποτε άλλο παρά (διαρκώς αποτυχημένες και γι’ αυτό διαρκώς επαναλαμβανόμενες) προσπάθειες γεφύρωσης αυτού του ρήγματος.
Προσπαθώντας λοιπόν να οριοθετήσει τον «απόηχο» αυτόν, το άρθρο μάς προτείνει να «ξεκινήσουμε από τα πιο χειροπιαστά»:
Από τη μία, η Δικαιοσύνη λειτούργησε. Οι δράστες του φόνου δικάστηκαν και καταδικάστηκαν. Από την άλλη όμως, η Δικαιοσύνη δεν λειτούργησε. Οι δράστες των εκτεταμένων καταστροφών, που μαζί με την οικονομική κρίση συνέβαλαν στη βύθιση του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, ουδέποτε ενοχλήθηκαν. Οχι μόνο αυτό, αλλά ελάχιστοι θεωρούν σκανδαλώδη την εκκωφαντική αυτή απουσία της εφαρμογής του νόμου. Παραβλέπουν, με τον τρόπο αυτό, τις αρνητικές συνέπειες μιας επιλεκτικής ευαισθησίας και ενός «α λα καρτ» κράτους δικαίου.
Αυτό που παραβλέπει όμως η διατύπωση αυτή είναι ότι, τα δύο αυτά γεγονότα που παραθέτει ασύνδετα, δεν είναι ανεξάρτητα, ούτε –πολύ περισσότερο- αντιθετικά, αλλά συνδέονται με ευθεία αιτιώδη σχέση μεταξύ τους: η δικαιοσύνη λειτούργησε ακριβώς επειδή έγινε ο Δεκέμβρης!
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς καθηγητής πολιτικής επιστήμης για να το αντιληφθεί αυτό: αρκεί να αναγνώσει τις ελληνικές εφημερίδες, και όχι απαραίτητα του «αντιεξουσιαστικού» χώρου (έτσι ακριβώς τον γράφει ο Καλύβας –με εισαγωγικά. Προφανώς κατ’ αυτόν δεν είναι «γνήσια» αντιεξουσιαστικός, άγνωστο γιατί). Αν το έκανε αυτό, θα οδηγούνταν να αντιληφθεί την προφανή απάντηση σε ένα ερώτημα που ούτε περνάει από το μυαλό του Καλύβα να θέσει καν: γιατί άραγε η δικαιοσύνη λειτούργησε στην περίπτωση του Κορκονέα και του Σαραλιώτη, αλλά δεν λειτούργησε στην περίπτωση των αγνώστων που έριξαν βιτριόλι στην Κούνεβα, των αγνώστων που οδήγησαν στο θάνατο την Κατερίνα Γκουλιώνη, και ακόμα αρκετών αστυνομικών, άλλων γνωστών και άλλων άγνωστων, οι οποίοι βασάνισαν και θανάτωσαν πολίτες άλλων χωρών στα σύνορα ή και στο κέντρο της Αθήνας; Εάν οι πληροφορίες αυτές δεν φτάνουν μέχρι το Γέιλ, πάντως καταγράφονται –μεταξύ άλλων και- σε αποφάσεις του Δικαστηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου, το οποίο έχει κατ’ επανάληψη καταδικάσει το ελληνικό κράτος για πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του. Οι αποφάσεις αυτές φυσικά ανακοινώνονται δημόσια και θα ήταν εύκολο, και επιβεβλημένο, να τις αναζητήσει όποιος θέλει να γνωματεύσει περί του αν είναι επιλεκτική ή μη η εφαρμογή του νόμου στην Ελλάδα.
Επιπλέον, αυτή ακριβώς η αιτιώδης σχέση είναι που εξηγεί και ένα άλλο υποτίθεται «παράδοξο» φαινόμενο: το ότι η κυβέρνηση Καραμανλή απέφυγε να καταστείλει το Δεκέμβρη και, αντί να «προστατεύσει το ιερό δικαίωμα της ιδιοκτησίας» των καταστηματαρχών, προτίμησε να τους αποζημιώσει εκ των υστέρων. Ο Καλύβας το επισημαίνει και αυτό, με μόνο όμως σκοπό να το «επιπλήξει» ηθικολογικά, χωρίς καθόλου να αναρωτιέται γιατί συνέβη αυτό. Εάν το έκανε, θα κατέληγε στο προφανές συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση ήξερε ότι δεν είχε δίκιο· το κράτος το είχε αυτή, αλλά το δίκαιο το είχαν οι διαδηλωτές. Ή, για να εκφράσουμε το ίδιο με μια πιο πραγματιστική διατύπωση: με βάση το συσχετισμό δυνάμεων, η κυβέρνηση ήξερε ότι, εάν ακολουθούσε τις υποδείξεις στρατηγικής που εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς της απευθύνει ο Καλύβας, τότε αυτό θα πυροδοτούσε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, και σίγουρα στρατιωτικό νόμο. Αν όμως το παραδεχόταν αυτό, ο κ. καθηγητής θα έπρεπε να αναθεωρήσει και ρητά –όπως το έχει ήδη κάνει σιωπηρά- τον ισχυρισμό του ότι επρόκειτο για μια «εξέγερση-φάρσα».
Ωστόσο, η ενασχόληση με τις νοηματικές ανακολουθίες του Καλύβα ίσως είναι πολυτέλεια, τη στιγμή που στο άρθρο του αυτό, όπως και σε άλλα, υπάρχουν στοιχειώδη προβλήματα γλωσσικής έκφρασης.
Π.χ. η εναρκτήρια φράση έχει ως εξής:
Κλείνουν δύο χρόνια από τον φόνο του Αλέξη Γρηγορόπουλου και των επεισοδίων που ακολούθησαν (υπογραμμίζω εγώ).
Όπως είναι προφανές, το ουσιαστικό «τα επεισόδια» θα έπρεπε εδώ να είναι στην αιτιατική. Εκτός και αν εννοούμε ότι φονεύθηκαν και τα επεισόδια.
Ας δούμε όμως και την επόμενη παράγραφο, αυτή που ήδη παρατέθηκε. Σε σχέση με την τελευταία πρόταση (Παραβλέπουν, με τον τρόπο αυτό …), προκύπτει το ερώτημα: ποιο είναι άραγε το υποκείμενο του ρήματος «παραβλέπουν»; Η απάντηση είναι «κανένα», ή πάντως κανένα από τα ουσιαστικά που προηγούνται: ούτε βεβαίως οι δράστες, αλλά ούτε και οι ελάχιστοι που «θεωρούν σκανδαλώδη τη μη εφαρμογή». Αυτοί που παραβλέπουν είναι οι πολλοί, οι υπόλοιποι που δεν την θεωρούν σκανδαλώδη.
Θα μπορούσαμε να αποδώσουμε αυτές τις ασυνταξίες στην –υποθέτω- μακρόχρονη απουσία του συντάκτη από την Ελλάδα, αλλά σε όποια γλώσσα και να γράφει κανείς είναι αδόκιμο να παραλείπεται το υποκείμενο μιας πρότασης όταν αυτό είναι όχι απλώς διαφορετικό, αλλά το αντίθετο από αυτό της προηγούμενης.
Είναι βέβαια παρήγορο ότι οι ελληνικές εφημερίδες αποφεύγουν τις διακρίσεις εις βάρος των ανθρώπων που δεν χειρίζονται πολύ καλά τη γλώσσα και τους παραχωρούν μόνιμες στήλες. Ίσως όμως αυτή η μονιμότητα οδηγεί τους εν λόγω εργαζομένους να γράφουν τα άρθρα τους στο πόδι, διότι, κατά το κλασικό αξίωμα, η μόνιμη εργασία κάνει τον εργαζόμενο τεμπέλη και απρόσεκτο και ρίχνει την παραγωγικότητα· με άλλα λόγια, και ο Καλύβας, παρά τον εκπατρισμό του, φαίνεται ότι δεν εγκατέλειψε τις «κυρίαρχες νεοελληνικές αξίες», μία από τις οποίες, όπως ο ίδιος έχει γράψει[4], είναι «η απαίτηση για καλοπληρωμένες δουλειές» χωρίς τις απαραίτητες θυσίες. Ίσως λοιπόν θα πρέπει η καλή εφημερίδα να αναθέτει σε κάποιον υπάλληλο τη γλωσσική επιμέλεια των επόμενων άρθρων. Εκτός εάν δεν έχει πλέον τέτοιους υπαλλήλους διότι τους απέλυσε όλους, ώστε να μειώσει το εργατικό κόστος όπως συνηθίζεται τελευταία. Στο κάτω κάτω, και αυτή επιχείρηση είναι, και έχει να αντιμετωπίσει σκληρό ανταγωνισμό από άλλες εφημερίδες –όπως π.χ. αυτή που κρατάτε στα χέρια σας- οι οποίες τελευταία «ξεφορτώνονται τα βαριά συμβόλαια», και ιδίως αυτά που έχουν σχέση με την κριτική λογοτεχνίας, και με την κριτική γενικότερα.
Όχι τίποτε άλλο, αλλά ο αρθρογράφος επιπλέον οραματίζεται μια «γενναία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που θα μετατρέψει τα πανεπιστήμια σε χώρους γνώσης». Αν κρίνουμε από τις δικές του επιδόσεις, δικαιούμαστε να έχουμε επιφυλάξεις. Εξάλλου, ο ίδιος δεν κρύβει ότι αυτό που τον απασχολεί δεν είναι τόσο η «γνώση» όσο το να καταργηθεί «το άγος του ασύλου».
Σε αυτό δεν είναι ο μόνος: παρόμοιες φιλοδοξίες «μεταρρυθμίσεων» για το πανεπιστήμιο έχουν οι υπεύθυνοι στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, αλλά και των ΗΠΑ. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που και στις χώρες αυτές αρχίζουν τελευταία να εμφανίζονται «ξεπερασμένα δείγματα πολιτικής υπανάπτυξης»: όσα γίνανε πρόσφατα στο Λονδίνο και στη Ρώμη, δείχνουν ότι τα γεγονότα του ελληνικού Δεκέμβρη δεν ήταν και τόσο «πρωτοφανή για ευρωπαϊκή πρωτεύουσα», όπως βιάστηκε να τα χαρακτηρίσει ο Καλύβας [5] …
Ο κ. Άκης Γαβριηλίδης δεν είναι καθηγητής σε κανένα Πανεπιστήμιο.
[1] Καθημερινή 05-12-10.
[3] Π.χ. τον Άλκη Ρήγο στην Αυγή (13/12/2009) ή τον μπλόγκερ Radical Desire (http://depositfiles.com/en/files/32bjldmwb).
[4] Βήμα, Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009.
[5] Athens Review of Books, Τεύχος 2.
Μια συντομότερη εκδοχή του κειμένου αυτού δημοσιεύθηκε στο τεύχος Ιανουαρίου 2011 του περιοδικού Κοντέινερ, το οποίο διανέμεται μαζί με την Ελευθεροτυπία –πράγμα που καθιστά κατανοητή και τη φράση «έχει να αντιμετωπίσει σκληρό ανταγωνισμό από άλλες εφημερίδες –όπως π.χ. αυτή που κρατάτε στα χέρια σας».
Παράθεμα: Όταν η αγραμματοσύνη (του Καλύβα) γίνεται καριέρα | Nomadic universality