του Άκη Γαβριηλίδη
Για να ξεφύγει κανείς από την αστυνόμευση και να αρχίσει να κάνει πολιτική, απαιτείται απο-ταύτιση –η απόρριψη καθορισμένων θέσεων που έχουν αποδοθεί στον καθένα για να μετέχει στην κοινωνία. (…) η απόδραση δεν λειτουργεί ως μια μορφή εξορίας, ούτε ως απλή εναντίωση ή διαμαρτυρία, αλλά ως μια παρεμβολή που διακόπτει την καθημερινή αστυνόμευση (…). Οι πολιτικές διαμάχες –σε αντιδιαστολή με τις διαμάχες γύρω από την αστυνόμευση- δεν ασχολούνται με τα δικαιώματα και την εκπροσώπηση ή με τη συγκρότηση μιας πλειοψηφικής θέσης στην πολιτική αρένα. Δεν είναι ούτε καν διαμάχες γύρω από τους όρους ένταξης ή τα χαρακτηριστικά μιας μειονότητας. Ανακύπτουν πριν από την ένταξη.
Dimitris Papadopoulos, Niamh Stephenson and Vassilis Tsianos, Escape Routes. Control and Subversion in the Twenty-first Century, Pluto Press, London 2008, σ. 69 (δική μου απόδοση)
Το πρώτο λάθος που πρέπει να αποφύγουμε σε σχέση με το Δεκέμβρη του 2008, είναι να τον καταγράψουμε ως ένα «συναισθηματικό ξέσπασμα της νεολαίας», ή ως «τυφλή βία χωρίς πολιτικό περιεχόμενο».
Ισχυρίζομαι ότι η εξέγερση ήταν εξαιρετικά εύγλωττη και είχε από κάθε άποψη σχέση με την επικοινωνία. Όχι με τη χαμπερμασιανή έννοια του όρου, ασφαλώς, αλλά τουλάχιστον με δύο άλλες έννοιες:
α) όσοι πήραν μέρος σε αυτή χρησιμοποίησαν τις σύγχρονες τεχνολογίες της επικοινωνίας, με τρόπους που αποδείχθηκαν μακράν αποτελεσματικότεροι από τους αρχαϊκούς μηχανισμούς του κράτους. Ο συντονισμός των μαθητών γυμνασίου, όταν στις 8 Δεκεμβρίου 2008 επιτέθηκαν ταυτόχρονα σε περίπου 45 αστυνομικά τμήματα σε όλη την Ελλάδα χωρίς κανένα κεντρικό καθοδηγητικό όργανο, ήταν μια αριστοτεχνική επίδειξη οργανωτικών δεξιοτήτων που απουσιάζει κραυγαλέα από τις περισσότερες κρατικές υπηρεσίες.
β) Τα γεγονότα τα ίδια αποτελούσαν μια δήλωση (ή περισσότερες δηλώσεις)· η δήλωση αυτή ήταν επιτελεστική, στο μέτρο που το αντικείμενό της δεν προϋπήρχε της διατύπωσης, αλλά παρήχθη για πρώτη φορά από την ίδια την πράξη της εκφώνησης.
Αυτό μπορεί να φαίνεται ως «πολιτική της αφωνίας» μόνο σε όσους [1] αναγνωρίζουν ως «ομιλία» αποκλειστικά το σενάριο της εκπροσώπησης: δηλαδή το ότι μία (ήδη συνεστημένη και εντοπίσιμη) «κοινωνική ομάδα» κινητοποιείται για τα «προβλήματά της»· θέτει κάποια «αιτήματα» προς τις αρχές, κατά προτίμηση με τη μεσολάβηση ενός (αριστερού φυσικά) πολιτικού υποκειμένου που μεταφέρει αυτά τα «μερικά» αιτήματα στο «κεντρικό πολιτικό επίπεδο» και τα «συνολικοποιεί»· γίνεται μια διαπραγμάτευση, οι αρχές ενδεχομένως υλοποιούν τα αιτήματα ή κάποια από αυτά, οπότε μιλάμε για νίκη του λαϊκού κινήματος, ή δεν τα υλοποιούν, οπότε τις καταγγέλλουμε για αναλγησία. Εν πάση περιπτώσει, το εν λόγω πολιτικό υποκείμενο ανταμείβεται αυξάνοντας τις ψήφους και την απήχησή του.
Το Δεκέμβρη πράγματι δεν συνέβη τίποτε απ’ όλα αυτά. Ο Δεκέμβρης δεν ήταν η μεταφορά ενός μηνύματος από ένα υποκείμενο σε ένα άλλο· ήταν η παραγωγή του μηνύματος. Το μήνυμα αυτό δεν έθετε απλώς ένα αίτημα, αλλά ταυτόχρονα το υλοποιούσε κιόλας με την ίδια την πράξη της διατύπωσης. Πριν εξετάσουμε αν ο Δεκέμβρης «ανοίγει εναλλακτικούς δρόμους για το μέλλον», καλό είναι να καταγράψουμε τι επιτέλεσε στο παρόν: ο Δεκέμβρης ήταν μια μορφή εναλλακτικών κοινωνικών κυρώσεων για το φόνο, μια αυτοσχέδια μορφή ενός μηχανισμού γενικής αποτροπής της εγκληματικότητας, με τη στενή έννοια του ποινικού δικαίου, την οποία παραλείπει να εκτελέσει το κράτος και έτσι την αναλαμβάνει η κοινωνία των πολιτών. Μία έμπρακτη αμφισβήτηση της προκλητικής άρνησης των οργάνων της τάξης να λογοδοτούν για τα αδικήματα που τελούν –πράγμα που αποτελεί συστατικό στοιχείο του κράτους δικαίου. Τελικά το κράτος αναγκάστηκε να ακολουθήσει απρόθυμα και με καθυστέρηση, και μόνο αφού χρειάστηκε πρώτα να γίνει ολόκληρη εξέγερση. Και φυσικά μόνο για την περίπτωση του Κορκονέα, όχι για άλλες –οι οποίες συνεχίζουν να μένουν ατιμώρητες.
Εκτός όμως από παραγωγή του μηνύματος, ήταν ταυτόχρονα και παραγωγή του υποκειμένου: ούτε αυτό προϋπήρχε της επικοινωνίας. Και είναι αμφίβολο αν μπορούμε να πούμε ότι συνέχισε να υπάρχει μετά απ’ αυτήν: ήταν ένα φευγαλέο, νομαδικό υποκείμενο, το οποίο έκτοτε αποσύρθηκε, ασχέτως εάν τα φυσικά πρόσωπα που το ενσάρκωσαν εξακολουθούν να υπάρχουν.
Με άλλα λόγια, το υποκείμενο αυτό ήταν εξίσου μη υποκείμενο (αν με «υποκείμενο» εννοούμε μια ενοποιημένη και υπεύθυνη οντότητα). Ήταν ένα πολλαπλό υποκείμενο: δεν είναι ούτε «η νεολαία» ή «οι φοιτητές», ούτε η «εργατική» ή η «μεσαία τάξη», ούτε το «πρεκαριάτο». Ασφαλώς, οι περισσότεροι από όσους πήραν μέρος εντάσσονται –ή μπαινοβγαίνουν- σε μία ή περισσότερες από αυτές τις κατηγορίες. Ποτέ όμως δεν επικαλέσθηκαν κάποια από αυτές ως οντολογική και αποκλειστική πηγή, ως τον «έσχατο λόγο» ή την τελεολογία της εξέγερσής τους. Η ένταξή τους σε αυτές δεν έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο για τη συμμετοχή τους στο κίνημα απ’ ό,τι η επιθυμία τους να μην ανήκουν πλέον σε αυτές. Σε αντίθεση με τα παραδοσιακά αριστερά εργατικά και αντι-αποικιακά κινήματα του 20ου αιώνα, οι άνθρωποι αυτοί δεν κινητοποιήθηκαν για να ζητήσουν υψηλότερους μισθούς, καλύτερη εκπαίδευση ή εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία. Το αντικείμενο, καθώς και το εργαλείο, του αγώνα τους, δεν ήταν μόνο η επικοινωνία, αλλά η ίδια η ζωή. Καθώς το κεφάλαιο μετατρέπει σε πηγές κέρδους τις επικοινωνιακές, γλωσσικές και συναισθηματικές δεξιότητες των ατόμων, την ίδια την κινητικότητά τους, οι ίδιες δεξιότητες γίνονται επίσης, ολοένα και περισσότερο, εργαλεία αντίστασης.
Το υποκείμενο αυτό είναι το πλήθος.
Σύμφωνα με την παραδοσιακή μαρξιστική σύλληψη της επανάστασης, στο εσωτερικό των ανθρώπινων κοινωνιών συσσωρεύονται για κάποιο διάστημα ορισμένες παραγωγικές δυνάμεις, έως ότου φτάνει κάποια στιγμή που οι δυνάμεις αυτές δεν χωρούν πλέον στο υφιστάμενο πλαίσιο παραγωγικών σχέσεων και έτσι ξεπετάγονται βίαια στο προσκήνιο.
Θα ήταν ίσως χρήσιμο να ερμηνεύσουμε το Δεκέμβρη ως μία τέτοια ανάδυση, αλλά με μία τουλάχιστον διαφοροποίηση: αυτή η εισβολή των νέων δυνάμεων στη σκηνή δεν αποσκοπούσε στην κατάληψη της κρατικής εξουσίας, αλλά μόνο στην απόσυρση από αυτήν. Ήταν μια έξοδος από τον έλεγχο της κατεστημένης εξουσίας, τόσο ηθικής όσο και πνευματικής, καθώς και μια επιτέλεση αυτής της νέας υποκειμενικότητας, μια επιβεβαίωση της αυτόνομης ύπαρξης και της αξιοπρέπειάς της. Το πλήθος δεν εμφανίστηκε με ένα νέο σχέδιο εναλλακτικής οργάνωσης της κοινωνικής ολότητας που να αντικαταστήσει το παλιό πλαίσιο· απέδειξε μόνο, έστω και προσωρινά, την υπεροχή του απέναντι σε αυτό.
Κατά συνέπεια, θα μπορούσε να ισχύει και γι’ αυτό, (όπως και για την αμηχανία που προκάλεσε στους καθιερωμένους πολιτικούς και αναλυτές), κάτι που έγραψε ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν σχετικά με την κατάληψη της πλατείας Τιαν Αν Μεν:
Το πιο εντυπωσιακό με τις διαδηλώσεις του κινεζικού Μαΐου ήταν η σχετική απουσία καθορισμένου περιεχομένου στα αιτήματά τους (…).
Σε τελική ανάλυση το κράτος μπορεί να αναγνωρίσει οποιαδήποτε διεκδίκηση ταυτότητας –ακόμη και μιας άλλης κρατικής ταυτότητας στο εσωτερικό του (…). Το ότι όμως κάποιες ενικότητες σχηματίζουν κοινότητα χωρίς να διεκδικούν μια ταυτότητα, ότι κάποιοι άνθρωποι συν-ανήκουν χωρίς κάποια αναπαραστάσιμη προϋπόθεση του ανήκειν (π.χ. το γεγονός ότι είναι Ιταλοί, εργαζόμενοι, καθολικοί, τρομοκράτες …), είναι κάτι που το κράτος δεν μπορεί να ανεχθεί σε καμία περίπτωση. Για το κράτος, το σημαντικό δεν είναι ποτέ η ενικότητα ως τέτοια, αλλά μόνο η ένταξή της σε κάποια ταυτότητα, οποιαδήποτε ταυτότητα (αλλά η ίδια η δυνατότητα να αναλάβει κανείς το «οτιδήποτε» χωρίς κάποια ταυτότητα αποτελεί μια απειλή την οποία το κράτος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει) [2].
Ένα δείγμα αυτής της κατάφασης (και, ταυτόχρονα, υπονόμευσης) της ταυτότητας, ήταν η «κοινωνική ποιητική» γύρω από τον όρο «κουκουλοφόροι», όπως αυτός χρησιμοποιήθηκε –και αναπλαισιώθηκε- κατά τις διαδηλώσεις.
Η ποιητική αυτή πρώτα απ’ όλα οικειοποιήθηκε –μέσω της παρωδίας του- έναν ήδη υπαρκτό υποτιμητικό όρο και του έδωσε μια νέα θετική έννοια, που τον κάνει πηγή υπερηφάνειας και όχι ντροπής –όπως έκαναν παλιότερα οι ομοφυλόφιλοι με τον όρο queer.
Επιπλέον, όμως, αυτό το νέο αντικείμενο ταύτισης είναι η ίδια η έλλειψη ταυτότητας, το κενό, δεδομένου ότι ο κουκουλοφόρος δεν έχει ταυτοποιήσιμο πρόσωπο –είναι, ακριβώς, η «ανάληψη του ‘οτιδήποτε’ χωρίς καμία ταυτότητα».
Πέραν τούτου, το πλήθος του Δεκέμβρη δεν αρκέστηκε να κατασκηνώσει σε μια πλατεία για κάποιες μέρες· οργάνωσαν μάλλον μια νομαδική-πλανόδια Τιαν Αν Μεν. Οι διαδηλωτές εισέβαλαν επανειλημμένα στο Πλατεία Συντάγματος, μετά υποχώρησαν, επέστρεψαν, εμφανίστηκαν σε άλλες γειτονιές και πόλεις, όπου δεν είχαν γίνει ποτέ διαδηλώσεις …
Αυτό το στοιχείο της κινητικότητας, που ήταν ένα όπλο για την εξέγερση, ήταν επίσης ένας από τους λόγους της. Η κινητικότητα, τόσο με την σωματική τόσο και με την άυλη έννοια, συνέβαλε σημαντικά στη συσσώρευση πνευματικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων εκ μέρους των νέων. Όπως επίσης στον αυτοσεβασμό τους, και την επακόλουθη άρνησή τους να υπακούσουν και να αποδεχτούν ως ανωτέρους τους ανθρώπους που τους φαίνονται ασήμαντοι και γελοίοι –δημοσιογράφους, καθηγητές, κρατικούς και κομματικούς ηγέτες. Μέσα απ’ την επαφή της με πολλές διαφορετικές εμπειρίες, (από το πρόγραμμα Erasmus μέχρι το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ της Αθήνας), οι οποίες έσπαζαν την απομόνωση στην οποία είχε ζήσει εδώ και δεκαετίες η ελληνική κοινωνία, η γενιά αυτή μπόρεσε να διαρρήξει την «πολιτιστική οικειότητα» (cultural intimacy) που την έδενε ως τώρα.
Μία δυνατή μετάφραση της πολιτιστικής οικειότητας είναι ότι «για μερικά πράγματα δεν ρωτάμε». Ένα από αυτά τα πράγματα τα οποία η νεολαία αναμενόταν να δεχθεί ως μέρος αυτού του σιωπηρού κοινωνικού συμβολαίου, αφορούσε όχι μόνο το θάνατο αλλά την ίδια τη ζωή. Ο ορισμός της «καλής ζωής» που δινόταν ως αυτονόητος στην ελληνική νεολαία, συνοψιζόταν στο εξής σενάριο: ζήσε με τους γονείς σου μέχρι να πάρεις πτυχίο – βρες μια καλή δουλειά – βγάλε λεφτά – φτιάξε οικογένεια – κατανάλωσε – κάνε παιδιά που θα ζήσουν μαζί σου μέχρι να πάρουν πτυχίο, και πάλι απ΄ την αρχή.
Με το Δεκέμβρη, μεγάλο μέρος της ελληνικής -και μεταναστευτικής- νεολαίας εξέφρασε αγωνία μπροστά στον κίνδυνο όχι να στερηθεί, αλλά ακριβώς να ακολουθήσει αυτόν τον τρόπο ζωής: οι άνθρωποι αυτοί διακήρυξαν ότι δεν θεωρούν αυτό ως ουσιαστική ζωή, ότι δεν είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν όλη τη ζωτική τους ενέργεια για να το κατακτήσουν.
Αυτή η άρνηση μόνο θετική μπορεί να είναι, διότι εισάγει στον δημόσιο χώρο τη δυνατότητα συζήτησης. Αντί για τη λογική (ή την ταυτολογία) του «μονόδρομου», θέτει ξανά στο τραπέζι την ιδέα ότι περισσότερες διαφορετικές απαντήσεις είναι νοητές, και απαραίτητες, και ότι πρέπει να σκεφτούμε και να αποφασίσουμε πολιτικά ποια επιλέγουμε και πώς οργανώνουμε την κοινή μας ύπαρξη.
Με άλλα λόγια, ανοίγει το δρόμο για τον ανταγωνισμό, και ως εκ τούτου για τη δημοκρατία.
[1] Όπως ο Δαμιανός Παπαδημητρόπουλος (Αυγή, 1/3/09)
[2] Συνδυασμός δύο παραπλήσιων χωρίων από τα έργα La comunità che viene, Bollati Boringhieri, Torino 2001, κεφ. ΧΙΧ και Mezzi senza fine. Note sulla politica, Bollati Boringhieri, Torino 1996, σ. 70-71.
To παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο http://www.rednotebook.gr/details.php?id=1148, και αποτελεί απόδοση αγγλικού άρθρου που περιλήφθηκε στην έκδοση The Return of Street Politics? Essays on the December Riots in Greece, Edited by Spyros Economides & Vassilis Monastiriotis.